- πηλόχυτος
- πηλό-χῠτος, ον,A moulded of clay, θάλαμοι, of swallows' nests, AP10.16 (Theaet.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πηλόχυτος — ον, Α κατασκευασμένος από πηλό που χύθηκε μέσα σε μήτρα, σε καλούπι. [ΕΤΥΜΟΛ. < πηλός + χυτός (< χέω)] … Dictionary of Greek
πηλοχύτοις — πηλόχυτος moulded of clay masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)